- νεφρόπτωση
- ηπαθολογική μετατόπιση του νεφρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek
νεφροπτωσία — και νεφρόπτωση, η ιατρ. παθολογική μετατόπιση προς τα κάτω και μη φυσιολογική κινητικότητα τού νεφρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephroptosis (< νεφρ[ο] * + πτώση)] … Dictionary of Greek